οραυγούμαι

οραυγούμαι
ὀραυγοῡμαι, -έομαι (Α)
βλέπω κάτι από κοντά, εξετάζω, επισκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρῶ + αὐγοῦμαι «λάμπω» (< αὐγή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”